- δεινοπαθοῦν
- δεινοπαθοῦνδεινοπαθέωcomplain loudly of sufferings: pres part act masc voc sg (attic epic doric )δεινοπαθέωcomplain loudly of sufferings: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δεινοπαθοῦν — δεινοπαθέω complain loudly of sufferings pres part act masc voc sg (attic epic doric) δεινοπαθέω complain loudly of sufferings pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek